- χοχλάκισμα
- το, -ατοςβλ. χοχλάκιασμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χοχλάκισμα — το, Ν [χοχλακίζω] χοχλάκιασμα, κοχλασμός … Dictionary of Greek
χουρχούλισμα — το, Ν [χουρχουλίζω] χοχλάκισμα, κοχλασμός … Dictionary of Greek
κοχλασμός — ο 1. ο θόρυβος που παράγεται από τον ισχυρό βρασμό υγρού, χοχλάκισμα. 2. ψυχική ταραχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χοχλάκιασμα — χοχλάκιασμα, το και χοχλάκισμα, το, ατος η ενέργεια του χοχλακιάζω, κοχλασμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)